- διακτινίζω
- διακτίνισα, διακτινίστηκα, διακτινισμένος, εξαϋλώνω κάτι ή κάποιον μέσω ακτινοβολίας για να τον μεταφέρω σε άλλο τόπο. Ουσ. διακτίνιση, η.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.